- παρεξηυλημένους
- παρεξαυλέωworn out by being played uponperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεξαυλώ — έω, ΜΑ (κυρίως στον πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) παρεξηυλημένοι 1. (κατά το παίξιμο αυλού) φθαρμένοι από την πολλή χρήση 2. καταπονημένοι, ανίκανοι προς ομιλία και εργασία («κωφοὺς καὶ παρεξηυλημένους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξαυλοῦμαι… … Dictionary of Greek